- τεκμηρίωμα
- τεκμηρί-ωμα, ατος, τό,A proof, f.l. in Gal.UP5.3.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τεκμηρίωμα — τὸ, Α [τεκμηριῶ] το αποτέλεσμα τού τεκμηριῶ* … Dictionary of Greek